ὑπερικταίνοντο

ὑπερικταίνοντο
ὑπερῑκταίνοντο , ὑπερικταίνομαι
imperf ind mp 3rd pl (epic)
ὑπερικταίνομαι
imperf ind mp 3rd pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπερικταίνομαι — Α (επικ. τ.) κινούμαι με υπερβολική ταχύτητα («γούνατα δ ἐρρώσαντο, πόδες δ ὑπερικταίνοντο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά σε χωρίο τής Οδύσσειας και ερμηνεύεται από τους μελετητές με διάφορους τρόπους. Κατά μία άποψη, το ρ. είναι σύνθ. από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”